“Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις”, μία συνέντευξη με την Τζένη Κριθαρά

Ξεκινάς κάθε ιστορία θύματος αναφερόμενη σε “εκείνη”. Τι μήνυμα θέλεις να περάσεις;
Αυτή η επιλογή των τίτλων των μαρτυριών έγινε για να εξυπηρετήσει μία διπλή ανάγκη. Αφενός οι γυναίκες που μου άνοιξαν την καρδιά τους και μοιράστηκαν μαζί μου το τραύμα τους ήθελαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, αφετέρου η απουσία των ονομάτων των προσώπων και των περιοχών δίνει στις μαρτυρίες το στίγμα του μηνύματος που θέλω να περάσω μέσα από το βιβλίο. Ότι, δηλαδή, όσο η κοινωνία παραμένει δομημένη πατριαρχικά και εχθρικά απέναντι στην ισότητα και τα γυναικεία δικαιώματα, είναι εξίσου πιθανό για οποιαδήποτε από εμάς να γίνει θύμα έμφυλης βίας, ανεξάρτητο από το πού μένει, πού εργάζεται, πόσο ετών είναι ή πόσα χρήματα βγάζει. Η αλήθεια είναι πως αρχικά είχα βάλει ως τίτλο σε κάθε μαρτυρία «Το θύμα που…», όμως η επιμελήτρια του βιβλίου Ηλέκτρα Μαγγίνα το άλλαξε πολύ σωστά σε «Εκείνη που…». Οι λέξεις έχουν πολύ μεγάλη σημασία και πρέπει να τις χρησιμοποιούμε συνειδητοποιώντας τι λέμε. Οι γυναίκες που διαλύονται σωματικά και ψυχικά από την έμφυλη βία και ξαναμαζεύουν τα κομμάτια τους δεν είναι θύματα, είναι επιζώσες.
Στο βιβλίο σου διαβάζω το “κατά τη διάρκεια και το μετά”. Στο πριν, κάποια μπορεί να σκεφτεί “γιατί έμπλεξε έτσι αυτό το κορίτσι”; Τι πρέπει να γίνει ώστε και οι ίδιες οι γυναίκες να προλαμβάνουν αυτές τις συμπεριφορές;
Δεν είναι ευθύνη των γυναικών να προλαμβάνουν ή να προβλέπουν την κακοποιητική συμπεριφορά των ανδρών, ούτε χρειάζονται συμβουλές και μαθήματα για το τι πρέπει να κάνουν ή να αποφεύγουν. Η κοινωνία μάς κουνάει το δάχτυλο για αιώνες. Ο λόγος που οι μαρτυρίες των γυναικών στο βιβλίο μου ξεκινούν από την αρχή της γνωριμίας με τον κακοποιητή τους ή από τα πολύ πρώιμα σημάδια της κακοποίησής τους είναι για να γίνει αντιληπτό πόσες πολλές διαφορετικές μορφές μπορεί να έχει η έμφυλη βία και πόσο σιωπηρά ή και «αόρατα» μπορεί να υποφέρει ένας άνθρωπος. Αν κάποιος ή κάποια διαβάζει την μαρτυρία ενός θύματος βιασμού ή ξυλοδαρμού και αυτό που αναρωτιέται είναι «πώς έμπλεξε το κορίτσι», θα πρέπει να αναθεωρήσει την οπτική που έχει στο θέμα. Η ενοχοποίηση του θύματος είναι, δυστυχώς, ευρέως διαδεδομένη, σε βαθμό μάλιστα που για πολλούς αποτελεί αυτοματοποιημένη αντίδραση. Αν κάποιος ή κάποια αποκομίσει μόνο ένα πράγμα από το βιβλίο μου θέλω να είναι αυτό: η πατριαρχική δόμηση της κοινωνίας «γεννάει» τους κακοποιητές όχι οι συνήθειες, οι συμπεριφορές ή οι επιλογές των θυμάτων.
Η βία και η εκμετάλλευση πηγάζουν από την εδραιωμένη άποψη ότι άνδρες και γυναίκες είναι άνισοι όσον αφορά την ισχύ. Είναι σωστή μία τέτοια θέση; Δημιουργεί κάποια προβλήματα η εξαρχής αποδοχή αυτής της θέσης;
Ασφαλώς και δημιουργεί προβλήματα η αποδοχή μίας τέτοιας θέσης, κατά την άποψή μου. Οι κοινωνίες δεν θα πρέπει να δομούνται με βάση τους νόμους της ζούγκλας. Όλα τα μέλη της κοινωνίας, ανεξαρτήτως φύλου, πρέπει να απολαμβάνουν ίσα και ίδια δικαιώματα ανεξάρτητα από την σωματική τους ισχύ. Σε αντίθετη περίπτωση, κανονικοποιούμε και δεχόμαστε ως απολύτως φυσική την ανισότητα. Η βία και η εκμετάλλευση προκύπτουν από το διαχρονικά παγιωμένο και προβληματικό κοινωνικό μας σύστημα. Πρόκειται γι’ αυτό το εξουσιαστικό σύστημα που αναπαράγεται κάθε φορά που ακούγεται η ερώτηση «τι φορούσε όταν την βίασαν;» ή όταν γίνεται το σχόλιο «ε, κάτι θα του έκανε για να την χτυπήσει».

Τα ΜΜΕ βοηθούν σε δράσεις οργανώσεων που αγωνίζονται για τα δικαιώματα των γυναικών;
Δυστυχώς, όχι. Είμαι δημοσιογράφος και με πληγώνει πολύ που το λέω αυτό. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης θυμούνται τις οργανώσεις γυναικείων δικαιωμάτων ή τις οργανώσεις που βοηθούν υλικά, ψυχικά και νομικά τα θύματα έμφυλης βίας μόνο όταν κάποιο τρανταχτό έγκλημα αρχίσει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον της επικαιρότητας ή όταν υπάρχει κάποια τυπική αφορμή, όπως η Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Κακοποίησης των Γυναικών ή η Ημέρα της Γυναίκας. Την ίδια ώρα, τα ίδια ΜΜΕ αναπαράγουν καθημερινά στερεοτυπικές αντιλήψεις για τον ρόλο των γυναικών στην κοινωνία και χρησιμοποιούν κατά κόρον τον σεξιστικό κακοποιητικό λόγο.
Ο ρόλος των συλλογικοτήτων πιστεύεις ότι είναι αρκετός σήμερα; Υπάρχει μία συλλογική αντίδραση στο φαινόμενο το οποίο συζητάμε;
Οι συλλογικότητες είναι η μεγαλύτερη ελπίδα που έχουμε για να φτιάξουν τα πράγματα. Βγαίνουν στους δρόμους, διεκδικούν, φωνάζουν ενάντια στο άδικο, προστατεύουν τα θύματα και τρομάζουν με την κοινωνική τους πυγμή τους εγκληματίες – κυρίως τους εν δυνάμει. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση κωφεύει στα δίκαια αιτήματά τους και στις φωνές των γυναικών που ζητούν ισότητα. Η κατάφωρα αναχρονιστική στάση της κυβέρνησης είναι ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει οργανωμένα συλλογική αντίδραση στο φαινόμενο της έμφυλης βίας. Πιστεύω, όμως, βαθύτατα στην δυναμική της κοινωνίας των πολιτών και στις πεποιθήσεις της σημερινής γενιάς, αλλά και της επόμενης, που έρχεται με φόρα γεμάτη όρεξη για αγώνες και διεκδικήσεις.
Η “σκιώδης πανδημία” της έμφυλης βίας. Πιστεύεις ότι τα αποτελέσματα του εγκλεισμού είναι ορατά τώρα ή θα πρέπει να περιμένουμε χειρότερες εξελίξεις στο μέλλον;
Ο εγκλεισμός λειτούργησε ως πολλαπλασιαστικός παράγοντας ενός ήδη υπάρχοντος προβλήματος. Πολλά θύματα εξαναγκάστηκαν να μείνουν για μήνες στο ίδιο σπίτι με τον κακοποιητή τους γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή και γιατί δεν υπήρχε καμία κρατική μέριμνα. Δεν μπορώ να πως με ασφάλεια αν έχουμε δει τα αποτελέσματα των lockdown στο σύνολό τους, μπορώ όμως να πω ότι όσο δεν αλλάζουμε στάση και πολιτική βούληση απέναντι στα πράγματα, διευκολύνουμε τους κακοποιητές στο έργο τους.
Θέλω να πάμε λίγο στο ψηφιακό περιβάλλον. Παράλληλα με τη σωματική βία, την εκμετάλλευση βλέπουμε ότι ένα παρόμοιο περιβάλλον διαμορφώνεται και ψηφιακά. Αυτό πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε;
Ακριβώς όπως και τις άλλες μορφές της έμφυλης βίας. Οι περισσότερες και οι περισσότεροι από εμάς περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας μπροστά σε οθόνες – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχική και σωματική μας υγεία. Είναι φυσικό κι επόμενο το πεδίο δράσης των κακοποιητών να μεταφερθεί και στο ψηφιακό περιβάλλον, αφού έχει γίνει επέκταση της πραγματικής μας ζωής. Η αντιμετώπιση της έμφυλης βίας δεν πρέπει να συναρτάται με το πεδίο που ασκείται κάθε φορά, αλλά με τα αίτια της γένεσής της τα οποία είναι πάντα τα ίδια και εντοπίζονται στην πατριαρχία, στη νοσηρή αντίληψη πως η γυναίκα είναι κτήμα του άνδρα και στην ατιμωρησία των δραστών, οι οποίοι νιώθουν πως μπορούν να μετακυλήσουν την ευθύνη και το κοινωνικό στίγμα στο θύμα με μεγάλη ευκολία. Και αυτό κάνουν. Όταν μία γυναίκα βίαζεται, όταν μία γυναίκα ξυλοκοπείται ή όταν μία γυναίκα εκβιάζεται στο διαδίκτυο με την διαρροή προσωπικών της φωτογραφιών, δεν έχει κάνει τίποτα λάθος. Δεν φταίει η κοντή φούστα, δεν φταίει η συμπεριφορά, δεν φταίει η γυμνή φωτογραφία. Φταίει ο βιαστής, φταίει ο κακοποιητής, φταίει ο εκβιαστής. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσουμε κάθε έκφανση της έμφυλης βίας. Είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα και πρέπει να έχει μία κοινωνική απάντηση για να δοθεί μία κοινωνική λύση.